Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν τῇ Τυῤῥηνίᾳ

См. также в других словарях:

  • Τυρρηνία — Τυρρηνίᾱ , Τυρρήνιος fem nom/voc/acc dual Τυρρηνίᾱ , Τυρρήνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Τυρρηνίᾱ , Τυρρηνίη fem nom/voc/acc dual Τυρρηνίᾱ , Τυρρηνίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυρρηνίᾳ — Τυρρηνίᾱͅ , Τυρρήνιος fem dat sg (attic doric aeolic) Τυρρηνίᾱͅ , Τυρρηνίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυρρηνία — Ελληνική ονομασία της Ετρουρίας. Bλ. λ. Ετρούσκοι …   Dictionary of Greek

  • Τυρρηνία — η περιοχή στην αρχαία Ιταλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τυρρηνίας — Τυρρηνίᾱς , Τυρρήνιος fem acc pl Τυρρηνίᾱς , Τυρρήνιος fem gen sg (attic doric aeolic) Τυρρηνίᾱς , Τυρρηνίη fem acc pl Τυρρηνίᾱς , Τυρρηνίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυρρηνίαι — Τυρρηνίᾱͅ , Τυρρήνιος fem dat sg (attic doric aeolic) Τυρρηνίᾱͅ , Τυρρηνίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυρρηνίαν — Τυρρηνίᾱν , Τυρρήνιος fem acc sg (attic doric aeolic) Τυρρηνίᾱν , Τυρρηνίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭТРУРИЯ, ТУСЦИЯ, ТИРРЕНЦИЯ — •Etruria или Tuscia, Τυρρηνία, местность в Средней Италии, на западе граничившая с морем, получившим по ней название тирренского, и с рекой Макрою, разделявшей ее от Лигурии; на севере граничившая с… …   Реальный словарь классических древностей

  • Этрурия —    • Etruria или Tuscia,          Τυρρηνία, местность в Средней Италии, на западе граничившая с морем, получившим по ней название тирренского, и с рекой Макрою, разделявшей ее от Лигурии; на севере граничившая с Апеннинами (Gallia Cispadana); на… …   Реальный словарь классических древностей

  • Καδμίλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους Καβείρους. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, ήταν γιος της Καβειρούς και του Ήφαιστου και πατέρας των τριών Καβείρων, που απέκτησαν τρεις κόρες, τις Καβειρίδες. Σύμφωνα όμως με τον Διονυσόδωρο, ο Κ. ήταν το… …   Dictionary of Greek

  • Τυρρηνός — και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, ή, όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί οι κάτοικοι τής Τυρρηνίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»